του Θεόδωρου Ε. Παντούλα
Τα γεγονότα σχετικά με την δεύτερη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως είναι λίγο πολύ γνωστά. Περισσότερο σημαντική όμως από τα ίδια τα γεγονότα είναι νομίζω η πρόσληψή τους και η μεθερμήνευσή τους από το ίδιο το λαϊκό σώμα. Οι θρήνοι, οι θρύλοι, και οι παραδόσεις αντιμετωπίσθηκαν μέχρι σήμερα σαν «σημαντικότατα λογοτεχνικά μνημεία» και έλαβαν θέση επίζηλο στις ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας και στις επετειακές ρητορείες. Πρόκειται για μια στενόκαρδη αντιμετώπιση που σφετερίζεται την λαϊκή παράδοση και παραθεωρώντας την, την παραχαράσσει κατά το δοκούν. Η φιλολογική και «ιστορική» αντιμετώπιση της λαϊκής παράδοσης δια της κειμενοποιήσεώς της στέρησε εν τέλει από την ίδια την παράδοση την αλήθεια της, που αλήθευε όσο κοινωνούνταν από το κοινωνικό σώμα και όχι όσο παρερμηνευόταν από ευφάνταστους μελετητές ή διαβαζόταν από φιλομαθείς αναγνώστες. Είναι ίσως αρκετά δύσκολο να γίνει αντιληπτή σήμερα η εξέχουσα θέση που ως ανυπέρβλητο οικουμενικό υπόδειγμα κατείχε η βασιλίδα των πόλεων κατά τους μέσους χρόνους. Η Κωνσταντινούπολη, η Νέα Ρώμη και η Νέα Ιερουσαλήμ συνάμα, αποτελούσε –παρά τις όποιες αντινομίες της– την ενσάρκωση της χριστιανικής πολιτείας που από καταβολής της είχε έναν καθαρά εσχατολογικό προορισμό τόσο για τους χριστιανούς όσο και για τους μουσουλμάνους, συνδέοντας το τέλος της με το τέλος του κόσμου και την Δευτέρα του Χριστού Παρουσία. Η άλωση της θεοφρούρητης Κωνσταντινουπόλεως από τους ετερόπιστους συγκλόνισε την Ρωμιοσύνη που δια των θρύλων και θρήνων της μεταποίησε την συμφορά σε ανυπέρβλητο πνευματικό μέγεθος. Το γεγονός της αλώσεως ήταν τόσο απίστευτο που η αποδοχή του γινόταν μόνο με την έκτακτη συνδρομή υπερφυσικών φαινομένων όπως με τα μισοτηγανισμένα ψάρια που παραμένουν ζωντανά μέχρι να ανακτηθεί η Πόλη. Ήτανε «θέλημα Θεού» η Πόλη να τουρκέψει κατά την λαϊκή απόφανση. Ο εκλεκτός του Θεού λαός τιμωρούνταν για τον εκπεσμό και τα ανομήματά του. Κυριαρχούν στις λαϊκές μας παραδόσεις η Αγια Σοφιά και ο τελευταίος βασιλιάς της Πόλης, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Σύμφωνα με τις παραδόσεις ο Κωνσταντίνος Δραγάτσης δεν πέθανε μαχόμενος ως απλός στρατιώτης στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού όπως μας διαβεβαιώνουν οι ιστορικοί αλλά άγγελος Κυρίου τον περιέθαλψε σε μυστική σπηλιά και μαρμαρωμένος περιμένει την ώρα που και πάλι άγγελος Κυρίου θα τον ξεμαρμαρώσει. Στη παμμέγιστη εκκλησία της Αγίας Σοφίας θα μείνει ημιτελής η θεία λειτουργία. Όταν οι πολιορκητές θα εισβάλουν στην Πόλη ο ιερέας μαζί με τα τίμια δώρα θα φυγαδευτεί σε κρύπτη μυστική του αγίου βήματος. Εκεί περιμένει καρτερικά την απελευθέρωση της Πόλης για να ολοκληρώσει το μυστήριο. Τα μισοτηγανισμένα ψάρια, ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, η ημιτελής θεία λειτουργία δείχνουν ότι το τραγικό γεγονός της αλώσεως εκλαμβάνεται ως προσωρινό. Θα έλθει το πλήρωμα του χρόνου που θα τελειώσει το τηγάνισμα των ψαριών, θα ζωντανέψει ο βασιλέας και θα ολοκληρωθεί η θεία λειτουργία όταν η Πόλη ανακτηθεί από τους υπόδουλους. Η αρχική δυσπιστία και απελπισία για το γεγονός της αλώσεως μετατρέπονται σε ελπίδα αποκαταστάσεως. Οι λαϊκοί θρήνοι και οι παραδόσεις οι σχετικές με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως παρακάμπτουν ή και αγνοούν την ακρίβεια των γεγονότων, υπερβαίνουν τα περιστατικά για να εκφράσουν το πάθος και την συγκίνηση που προκαλεί το ίδιο το γεγονός. Η αναμφίλεκτη ιστορική τους αξία έγκειται στην νοηματοδότηση της αλώσεως και όχι στην ίδια την άλωση. Το πότε και πώς πλάσθηκαν ή μεταπλάσθηκαν είναι ερωτήματα που δυστυχώς δεν μπορούν να απαντηθούν. Η καταγραφή τους άρχισε στις αρχές του 19ου αιώνα αλλά η σύνθεσή τους είναι κατά πολύ προγενέστερη χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια. Το ποσοστό επέμβασης των καταγραφέων είναι ένα άλλο ζήτημα που δεν μπορεί επίσης να βρει ικανοποιητική απάντηση αν και η θεμιτή πληθώρα παραλλαγών τους πιστοποιεί, νομίζω, την διάδοσή τους και όχι την λόγια επεξεργασία τους. Όσο για την ανιστόρητη άποψη ότι οι παραδόσεις οφείλονται σε όψιμες και λόγιες επιδράσεις οι λίγοι θιασώτες της αναγνωρίζουν –άθελά τους– την σχέση συνδιαλλαγής μεταξύ λόγιας και λαϊκής παραδόσεως αλλά αποσιωπούν ότι ή λόγια και ‘διαφωτισμένη’ παράδοση αναπαρήγαγε και διέδιδε όλες τις δυτικές προκαταλήψεις περί Βυζαντίου. Γεγονός είναι ότι η υπόδουλη Ρωμιοσύνη ακόμη και μετά την άλωση είχε πνευματικό και πολιτικό της κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Κένταγε δικέφαλους αετούς στα προικιά της και στα Χριστόψωμα, σιγόψελνε προσευχές στις εκκλησιαστικές ακολουθίες της, νανούριζε τα βλαστάρια της τάζοντάς τους την Πόλη, πενθούσε τις Τρίτες και με κάθε ευκαιρία ευχόταν «και του χρόνου στην Πόλη». Πολύ πριν η νεοελλαδική λογιοσύνη «αποκαταστήσει» την σχέση της με το παρελθόν του Γένους το ίδιο το Γένος έδινε με την επανάσταση του 1821 απάντηση. Ο Γέρος του Μοριά ήταν κατηγορηματικός σε συζήτησή του με τον Χάμιλτον : «ο βασιλεύς μας (= ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος) εσκοτώθη, καμία συνθήκη δεν έκανε». Η Πόλη αλώθηκε, δεν παραδόθηκε. Γι’ αυτό κι «εμείς ποτέ δεν εκάμαμε συμβιβασμό με τους Τούρκους». Ο αγώνας νοηματοδοτούνταν και νομιμοποιούνταν από τον τελευταίο Παλαιολόγο. Το γιατί βεβαίως κάποιοι βολεύτηκαν στην Αθήνα και λησμόνησαν την Κωνσταντινούπολη είναι μιαν άλλη πικρή νεοελλαδική ιστορία. Από ένα σημείο κι έπειτα η λόγια παράδοση δεν θα οικειοποιηθεί αλλά θα καπηλευτεί την λαϊκή παράδοση για να ενισχύσει τους νέους της προσανατολισμούς. Η Μεγάλη Ιδέα της Ρωμιοσύνης μετασκευάζεται σε Μεγάλη Ιδέα του μικρού ελλαδικού βασιλείου. Κι αν η «βυζαντινή» περίοδος ήταν το δήλιον πρόβλημα των λογίων η «βυζαντινή» κληρονομιά ήταν η ζώσα λαϊκή παράδοση που για πέντε αιώνες δεν έπαψε να παρηγορείται και να παρηγορεί την Παναγία τραγουδώντας: Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαίης, μη δακρύζεις πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά σου είναι. Το πρόβλημα των διαφωτισμένων –μέχρι γκαβωμάρας- λογίων δεν ήταν απλώς ότι απαξιούσαν τον μαρμαρωμένο βασιλιά, αλλά ότι δεν ήξεραν να τραγουδούν. Ήξεραν όμως να γράφουν. Έτσι το παυσίλυπον τραγούδι που μόλις μνημονεύθηκε έγινε κείμενο που διαβεβαίωνε ότι Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά μας είναι. Ασφαλώς δεν επρόκειτο για σύμπνοια της λαϊκής παράδοσης με τους χειραγωγούς της. Και η διαφορά, σίγουρα, δεν εξαντλείται στην αλλαγή της κτητικής αντωνυμίας, αν και η κτητική αντωνυμία είναι, επί του προκειμένου, η μόνη προσφορά των λόγίων μας στην αυτοσυνειδησία του λαού μας.
εφ. Η Σφήνα 28/05/201ο
« Γεφύρι Τούρκος κι αν γενεί πάνω του μην περάσεις»
του Δημήτρη Στεργιούλη
Επίτιμου Διευθυντή’2ου Δημοτικού Σχολείου Κιάτου
«ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ»
Διακαής πόθος των Τούρκων είναι η ένταξη της χώρας τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτός ο τουρκικός πόθος βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με την επιθυμία των Αγγλοαμερικάνων να δουν την Τουρκία πλήρες μέλος της Ε.Ε. Ο λόγος προφανής. Η Τουρκία πρόθυμα θα αναλάβει το ρόλο του “Δούρειου Ίππου” για εξυπηρέτηση των ανόμων συμφερόντων των “μεγάλων πατρώνων τους “στους κόλπους της Ε.Ε., έστω κι αν αυτά έρχονται σε ευθεία αντίθεση, ακόμα και συγκρουσιακή, με θεμελιώδεις αρχές και αξίες της Ευρώπης. Κι αυτό δεν είναι δύσκολο, γιατί το σύνολο των Τούρκων και Άγγλων Ευρωβουλευτών θα είναι τέτοιο που δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα έχει “δύναμιν του δεσμείν και λύειν” στα ευρωπαϊκά δρώμενα.
Απορίας άξιον το γεγονός ότι υπάρχει ικανός αριθμός ευρωπαίων ηγετών που τάσσεται αναφανδόν υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Σκεφτείτε το μέγεθος της αφροσύνης τους. Ηγεσίες ευρωπαϊκών χωρών να είναι πρόθυμες, με την ψήφο τους, να αναθέσουν ηγετικό ρόλο στην Ε.Ε. σε μια ασιατική χώρα, που η πολιτισμική τους κληρονομιά και ο αξιακός της προσανατολισμός δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Και σαν να μην έφτανε αυτό ο Ερντογάν και οι περί αυτόν διακηρύσσουν και κατηγορούν ευρωπαϊκές χώρες, ότι θέλουν να κάμουν την Ε.Ε. “χριστιανικό κλάμπ”.
Δυστυχώς, όμως, δεν βρέθηκε ούτε ένας Ευρωπαίος ηγέτης να του πει. Κύριε Ερντογάν, εμείς οι Ευρωπαίοι είμαστε χριστιανοί, όπως εσύ είσαι μουσουλμάνος. Μήπως έχεις τη γνώμη ότι πρέπει να αλλάξουμε την πίστη μας για να σε υποδεχτούμε στους κόλπους μας; Και κάτι ακόμα. Το εδαφικό κομμάτι της Τουρκίας, που εφάπτεται της Ευρώπης (η Ευρωπαϊκή Τουρκία), είναι προϊόν τουρκικής κατάκτησης και κατά συνέπεια δεν σας νομιμοποιεί να υποδύεσθε τον Ευρωπαίο, ούτε να χρησιμοποιείτε, πολλώ δε μάλλον , να επιδεικνύετε την ταυτότητά του . Όση σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο, άλλη τόση σχέση έχει και η Τουρκία με την Ευρώπη.
Και όσον αφορά στις ευρωπακές χώρες, που δεν είναι όμορες με την Τουρκία, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι ηγέτες τους βλέπουν την αυτή τη χώρα σαν μια μεγάλη αγορά και προσδοκούν οικονομικά ωφέλη. Η δική μας πολιτική ήγεσία, όχι στο σύνολό της βέβαια, που υποδύεται το διαπρύσιο κήρυκα της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. τι προσδοκά από την ένταξη των Τούρκων; Εθελοτυφλεί ή δεν εθελοτυφλεί;
Εύλογα διερωτάται κανείς: με την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα αλλοιωθεί, ναι ή όχι, ο δημογραφικός χαρακτήρας της Πατρίδας μας, από Καστελορρίζου μέχρι Κερκύρας και από Θράκης μέχρι Κρήτης; Το πώς δεν νομίζω ότι χρειάζεται επεξηγήσεις αφού είναι γνωστό ότι στην εδαφική επικράτεια των κρατών μελών της Ε.Ε. είναι ελεύθερη η διακίνηση και εγκατάσταση πολιτών οιουδήποτε κράτους-μέλους σε οιαδήποτε χώρα-μέλος.
Γιατί επιμένουμε να αγνοούμε τον τρόπο και τα μέσα που μετήλθαν οι Τούρκοι και τελικά τουρκοποίησαν την Αλεξανδρέττα; Μήπως και σήμερα ακόμα, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και των διεθνών θεσμίων, απροσχημάτιστα δεν επιδίδονται στην αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα της Κύπρου; Τόσο ανιστόρητοι είμαστε; Ή έχουμε τη σφαλερή εντύπωση ότι σήμερα άλλαξαν οι εποχές! Κι αν όντως έτρεξε από τότε πολύ νερό στο αυλάκι της Ιστορίας οι Τούρκοι δεν άλλαξαν. Παρέμειναν και θα παραμείνουν οι ίδιοι. Άπληστοι και άρπαγες, βέβηλοι και ανόσιοι, βάρβαροι και αχάριστοι, δόλιοι και καταχθόνιοι, υστερόβουλοι και χαμερπείς, αιμοδιψείς και αιμοβόροι ( στον κ. Ντάουνερ συνιστώ να μελετήσει εμβριθώς το κεφάλαιο της Ιστορίας που αναφέρεται στη σφαγή των Αυστραλών, από τους Τούρκους, στην Καλλίπολη).
Αν πάλι έχουμε την εντύπωση ότι η ένταξη των Τούρκων στην ευρωπαϊκή οικογένεια θα τους εξανθρωπίσει και θα αμβλύνει τις επεκτατικές τους βλέψεις σε βάρος της Ελλάδας, πλανώμεθα πλάνην οικτράν.
Είναι καιρός να «διακηρύξωμεν ευθαρσώς και εντίμως» ότι: “΄Εστ’ αν ο ήλιος την αυτήν οδόν ίοι” (όσο ο ήλιος ακολουθεί την ίδια πορεία) η Ελλάδα δεν θα ψηφίσει την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.
Αλλά έχουμε και άλλο παραλογισμό της Τουρκίας. Δεν αναγνωρίζει, λέει, την Κυπριακή Δημοκρατία. Οσάκις αναφέρεται σ’ αυτή Κυπριακή Διοίκηση την αποκαλεί.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων είναι καιρός να αντείπουν οι αδελφοί μας Κύπριοι. Πώς είναι δυνατόν υποψήφια για ένταξη χώρα, τουτέστιν η Τουρκία, να μην αναγνωρίζει κράτος , πλήρες μέλος της Ε.Ε., τη στιγμή που γνωρίζει ότι από την ψήφο αυτού του ανύπαρκτου , κατά την Τουρκία, κράτους εξαρτάται η ένταξή της στην Ε.Ε.; Αβασάνιστα προκύπτει ότι και η Κύπρος πρέπει να ρίξει αρνητική ψήφο για ένταξη των μεμέτηδων στην Ε.Ε. και να ανακοινωθεί σ’ αυτούς ότι ο “Κανένας αρνείται την εισδοχή τους στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Και αφήνω τη σκέψη μου να πάει παραπέρα. Αφού “ταύτα διακηρύσσει ο Ερντογάν” δεν βρέθηκε ένας ηγέτης κράτους-μέλος της Ε.Ε. να του πει καθαρά και ξάστερα. Φίλε μου, τόσο υποτιμάς τη νοημοσύνη μας ; Δηλαδή όλοι εμείς είμαστε ηλίθιοι που αναγνωρίζουμε την Κυπριακή Δημοκρατία και μόνο εσύ είσαι έξυπνος; Και στο κάτω-κάτω της γραφής , γιατί επιθυμείς να ενταχθείς σε μια ένωση που έχει στους κόλπους της ανύπαρκτο κράτος”; Αν συνέβαινε κάτι παρόμοιο είναι πλέον ή βέβαιο ότι οι Τούρκοι θα άλλαζαν βιολί. Τέτοιος είναι ο χαρακτήρας τους. Είναι από γεννησιμιού τους θρασύδειλοι και αναξιοπρεπείς. Όταν συναντήσουν εμπόδια αφήνουν κατά μέρος τον “τσαμπουκά” και αρχίζουν τους τεμενάδες.
Σε κάθε περίπτωση και σε ό, τι αφορά στις όποιες δοσοληψίες μας με τους Τούρκους δεν πρέπει να ξεχνάμε τη ρήση : « Γεφύρι Τούρκος κι αν γενεί πάνω του μην περάσεις»