του Δημήτρη Αγγελή
Στην περίπτωση του τραγουδιστή Μάικλ Τζάκσον, ενός απολύτως δυστυχισμένου όπως αποδείχτηκε ανθρώπου, αυτοπαγιδευμένου στην εικόνα του ποπ σταρ και θύματος των φαρμακευτικών εταιρειών που εκμεταλλεύτηκαν την ανωριμότητά του και τον χρησιμοποίησαν σαν πειραματόζωο, βλέπουμε καθαρά τις αρνητικές συνέπειες μιας συγκεκριμένης χρήσης του ανθρώπινου σώματος στην εποχή μας.
Στην ουσία, εδώ και καιρό παρακολουθούμε μια διαδικασία ριζικού αυτο-μετασχηματισμού της έννοιας «άνθρωπος», η οποία εξελίσσεται μάλιστα τόσο ραγδαία, ώστε πολλοί να μιλούν πλέον για την επικράτηση ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου, του «μετα-ανθρώπου»: είναι εκείνος που μπορεί να επεκτείνει απεριόριστα τις δραστηριότητές του σε χώρο και χρόνο (μέσω του διαδικτύου, για παράδειγμα), να επιδρά δραστικά στην υγεία και στην εμφάνισή του ή στην κληρονομικότητα, να ενσωματώνει ξένα στοιχεία και μηχανήματα στο σώμα του (από οδοντικά εμφυτεύματα μέχρι βηματοδότες και τεχνητά μέλη), να ελέγχει με φαρμακευτικά σκευάσματα την ψυχολογική του διάθεση ή την ερωτική του επιθυμία, κ.ο.κ. Φαίνεται πως σταδιακά οδηγούμαστε προς την έννοια ενός παλίμψηστου εαυτού, ενός πολυμερούς εαυτού δηλαδή, που ενοικεί μόνο σ’ ένα αενάως επιδιορθούμενο ή τροποποιούμενο –με τη βοήθεια της γενετικής, της νευροφυσιολογίας και της βιοτεχνολογίας– σώμα-κέλυφος. Πρόκειται για ένα υποκείμενο που έχει σώμα (έχει ως σώμα τον εξοπλισμό που του παρέχει η αγορά, η κατοχή σώματος δηλ. εισάγει ευθύς αμέσως στη συζήτηση μαζί με την εργαλειοποίηση και την εμπορευματικοποίηση της ανθρώπινης φύσης), αλλά δεν είναι σώμα, ακέραιη ψυχοπνευματική ενότητα. Γιατί η συνείδηση και γενικότερα ό,τι αναφέρεται σ’ αυτό που επί αιώνες ονομάζαμε «ψυχή» καταλήγει σταδιακά, μέσω της ευγονικής, να θεωρείται κάτι το ανύπαρκτο ή το μη απαραίτητο, ένα επιφαινόμενο που καθόλου, βέβαια, δεν προσδιορίζει τον άνθρωπο. Σ’ έναν μεταχριστιανικό κόσμο, με ανύπαρκτες τις καθολικά δεσμευτικές εκείνες ηθικές αρχές που θα έθεταν όρους και όρια, σ’ έναν κόσμο που δεν πιστεύει πια στην ιερότητα του υπάρχειν και σε μια ευχαριστιακή αποστολή του ανθρώπου πάνω στη γη, το είδος μας αναγνωρίζεται λίγο-πολύ σαν μια ευφυής μηχανή. Κανείς δεν θα φανταζόταν ότι ο άνθρωπος που κατάφερε να υποτάξει την φύση δια της τεχνικής, θα κατέληγε μετά από τόσους αιώνες να ταυτιστεί, ως φύση, με την τεχνική…
Η περίπτωση του Μάικλ Τζάκσον μας έδειξε τελικά ότι το να υποδύεται κανείς τον Θεό επιδιώκοντας να βελτιώσει τον εαυτό του (ενίσχυση ανοσοποιητικού συστήματος, επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής, παρέμβαση στην φυλετική ταυτότητα ή στον βιολογικό προορισμό, κλπ), μπορεί να υλοποιεί όλες μας τις φαντασιώσεις ως μαθητευόμενων μάγων (ελιξίριο της νεότητας, συνταγή της αθανασίας, κλπ), περιέχει όμως πολλούς και απρόβλεπτους κινδύνους (ο Μάικλ Τζάκσον άρχισε να παίρνει χάπια επειδή δεν μπορούσε να διαγράψει τη μνήμη του παλιού του προσώπου, δήλωσαν οι ψυχολόγοι). Κι ίσως έχουν δίκιο εκείνοι που υποστηρίζουν ότι στη θέση του παλιού ρουσσωικού «κοινωνικού συμβολαίου» χρειαζόμαστε πλέον ένα «φυσικό συμβόλαιο», ακόμα πιο διευρυμένο απ’ αυτό που έχει προτείνει ο Μισέλ Σερ: πέρα απ’ τη σχέση μας με το φυσικό περιβάλλον, θα πρέπει να θέτει κανόνες και για τη χρήση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Εδώ, όμως, προκύπτει ένα νέο, αληθινά δυσεπίλυτο πρόβλημα: μετά το λεγόμενο «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων» και την περιθωριοποίηση των κυρίαρχων ιδεολογιών, η ηθική και τα όριά της διαστέλλονται ελεύθερα και οποιοσδήποτε περιοριστικός φραγμός παρακάμπτεται σαν μεταφυσική προκατάληψη. Υπ’ αυτή την έννοια ποιος μπορεί να συστήσει εγκράτεια στους γενετιστές, με ποιον ορισμό της ανθρώπινης ταυτότητας και με ποια επιχειρήματα; Και πώς μπορεί η βιοηθική –αυτός ο νεφελώδης όρος που δεν εκφράζει παρά μια εύκολη μετάθεση ευθυνών και την απουσία πολιτικής βούλησης για έλεγχο της βιοτεχνολογίας εξαιτίας των οικονομικών συμφερόντων που καραδοκούν– να περιορίσει την επιστημονική περιέργεια για να μην έχουμε τερατογενέσεις ή μια νέα, πολλαπλάσιας ισχύος αυτή τη φορά, γενετική Χιροσίμα;
Η περίπτωση Τζάκσον, ενός άντρα που θέλησε ν’ αποκτήσει τα χαρακτηριστικά προσώπου μιας γυναίκας (της Νταϊάνα Ρος που ήταν το ίνδαλμά του), ενός μαύρου που θέλησε να γίνει λευκός, κατέληξε σε μια βάναυσα λεηλατημένη ψυχή, σ’ ένα κακοποιημένο σώμα που κάθε λίγο του έπεφτε η μύτη ή στράβωνε το στόμα του κι επιζούσε με ενέσεις. Μήπως θα έπρεπε να γίνει αφορμή και για μια ευρύτερη συζήτηση πάνω στα ηθικά προβλήματα της παρέμβασης στην ανθρώπινη φύση;
Αναδημοσιεύσαμε το πολύ χρήσιμο άρθρο σας εδώ:
http://hamomilaki.blogspot.com/2009/07/michael-jackson.html
Με εκτίμηση και αγάπη
το χαμομηλάκι
[…] της παρέμβασης στην ανθρώπινη φύση; Πηγή:https://grmanifesto.wordpress.com/2009/07/02/%CE%B7-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF%CF%80%CF%84%CF%89%CF%83%… ΔΕΙΤΕ […]
Να που ένα σημερινό δημοσίευμα έρχεται να επιβεβαιώσει αυτά που λέγαμε:
Ένας εκκεντρικός ομογενής καλλιτέχνης της Αυστραλίας πέρασε στην ιστορία ως ο πρώτος άνθρωπος που «ακούει» (και) από το χέρι του! Τώρα θέλει να πάει ένα βήμα παραπέρα: Επιδιώκει να εμφυτεύσει στο τρίτο «τεχνητό» αυτί του, ένα μικροσκοπικό μικρόφωνο το οποίο θα συνδέεται με έναν αναμεταδότη bluetooth, ώστε οι άλλοι άνθρωποι να μπορούν να ακούν «online» τους ήχους που συλλαμβάνει το «ψεύτικο» αυτί του.
Πρόκειται για τον Στέλιο Αρκαδίου, ο οποίος είναι γνωστός με το καλλιτεχνικό του όνομα Stelarc. Ο Αρκαδίου, που γεννήθηκε το 1946 στη Λεμεσό της Κύπρου από ελληνοκύπριους γονείς, μεγάλωσε στην Αυστραλία και τα έργα του επικεντρώνονται, κατά κύριο λόγο, στον φουτουρισμό και στην επέκταση των δυνατοτήτων/ικανοτήτων του ανθρωπίνου σώματος.
Τον περασμένο Απρίλιο, ο Αρκαδίου προκάλεσε σάλο σε διεθνείς καλλιτεχνικούς κύκλους, όταν στο Φεστιβάλ Επιστημών του Εδιμβούργου παρουσίασε τη νέα του πρωτότυπη «εφεύρεση»: ένα αυτί στον πήχη του χεριού του!
Ο Αρκαδίου, που χαρακτηρίζεται «βιοκυβερνητικός καλλιτέχνης», και που μόνο τυχαίος δεν είναι, πιστεύει ότι η τέχνη θα πρέπει να είναι κάτι παραπάνω από μια απλή εικόνα. Ο 61 ετών, πρώην ερευνητής του τμήματος ψηφιακής έρευνας για την τέχνη της Performance στo Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ Τρεντ, τοποθέτησε το εμφύτευμα ανθρώπινου αυτιού στο αριστερό του χέρι, το 2006 στο Περθ της Αυστραλίας, σε συνεργασία με την ομάδα «Tissue Culture and Art», έπειτα από πολλές δυσκολίες, αφού δεν μπορούσε να βρει χειρουργό για να κάνει την επέμβαση που ήθελε.
Σχεδόν όλοι οι Αυστραλοί χειρουργοί υποστηρίζουν ότι κάνουν τις επεμβάσεις τους για θεραπευτικούς ή αισθητικούς λόγους και όχι για να υπηρετήσουν την τέχνη, όπως λέει ο κ. Αρκαδίου, ο οποίος πριν από δυο χρόνια έδωσε παράσταση και στην Αθήνα, όπου «επανεξέτασε» τα όρια μεταξύ του ανθρώπινου σώματος και των μηχανών, χρησιμοποιώντας ιατρικά εργαλεία, το internet και τη ρομποτική.
Το κυρίαρχο στοιχείο της δουλειάς του Αρκαδίου είναι: «το ανθρώπινο σώμα είναι ξεπερασμένο». «Ελπίζω», λέει μετά την εμφύτευση του αυτιού στο αριστερό του χέρι, «να καταφέρω να εμφυτεύσω μέσα σε αυτό ένα μικροσκοπικό μικρόφωνο, το οποίο θα μπορεί να συνδεθεί με ένα αναμεταδότη Bluetooth. Έτσι θα μπορείτε να ακούτε ό,τι ακριβώς αντιλαμβάνεται και το αυτί μου». Ο Stelarc ξεκίνησε συστηματικά τις έρευνές του, σχετικά με την επίδραση της τεχνολογίας πάνω στο ανθρώπινο σώμα, στη δεκαετία του ’70 στην Αυστραλία. (…)
Πολλοί είναι αυτοί που διερωτώνται αν είναι καλλιτέχνης, επιστήμονας ή πουλά «τρέλα» και γιατί καταφεύγει σ’ αυτά τα τεχνάσματα. Ο Αρκαδίου απαντά ότι «το σώμα σήμερα γίνεται το τοπίο των μηχανών και οι μηχανές δεν βρίσκονται πια στο εξωτερικό οπτικό πεδίο του ανθρώπου, αλλά στο εσωτερικό του ίδιου μας του σώματος…
Επανασχεδιάζοντας το ανθρώπινο σώμα, επαναπροσδιορίζουμε το τι σημαίνει να είμαστε άνθρωποι». Έτσι, «κάνει τέχνη» και συνεχίζει να πειραματίζεται μόνος του, χρησιμοποιώντας την ιατρική τεχνολογία και τη ρομποτική με παράδοξα έργα και δράσεις, όπως στομαχοσκοπήσεις, αιωρήσεις, κρεμασμένος από γάντζους περασμένους στο δέρμα του και προσθετικές τεχνητών μελών.
Σε ένα κείμενό του, ο Stelarc απορρίπτει το ανθρώπινο σώμα όπως είναι σήμερα και υποστηρίζει ότι η φυσική εξέλιξη σταματάει όταν η τεχνολογία εισβάλλει στο σώμα. Ο Αρκαδίου δηλώνει άθεος και λέει ότι δεν έχει πλέον νόημα να βλέπουμε το σώμα ως θέση όπου είναι εναποτεθειμένη η ψυχή ή ως πηγή κοινωνικότητας, αλλά να το αντιμετωπίζουμε ως κατασκευή.
Προτείνει ένα μυϊκό σύστημα που θα το κρατούν σε λειτουργία μπαταρίες, με ένα δάσος από φορητές κεραίες να δίνουν ή να λαμβάνουν μηνύματα, ενισχύοντας την ακοή και την όραση. Με πλακέτες μικροκυκλωμάτων στον εγκέφαλο και με φιλοδοξίες ενός σώματος υπερυπολογιστή καθώς, όπως επαναλαμβάνει, το σώμα ξεπεράστηκε, τουλάχιστον στη σημερινή μορφή του.
Αυτές του οι απόψεις βρίσκουν «πρόσφορο» έδαφος σε αρκετούς κύκλους, οι προτάσεις για εμφανίσεις ανά τον κόσμο «πέφτουν βροχή» και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης ασχολούνται με τον Stelarc.
Πηγή: Ελευθεροτυπία 8/7/2009